ἰταμός

ἰταμός
ἰτᾰμ-ός, ή, όν, (εἶμι
A ibo, ἴτης) headlong, hasty, eager,

κύνες A.Fr.282

, Alex.234;

ἰ. πρόσωπον Nicol.Com.1.28

; bold, reckless,

ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία D.25.24

;

ἀναιδὴς καὶ ἰ. Men.Epit.311

;

ἰ. πρὸς τὸ πράττειν Arist.Pr.953b4

;

πρὸς τὰ δεινά Plu. Galb.25

;

πρὸς λόγους ἰταμώτερος Id.2.1041a

: [comp] Sup.

-ώτατος Phld.Rh. 1.341

S., Luc.Icar.30; τὸ ἰ., = ἰταμότης, Plu.Fab.19, etc.; vigour of style, Diog.Oen.12;

τὸ ἰ. τῆς ψυχῆς Plu.Rom.7

;

ἰ. τι δεδορκώς Luc. Fug.19

;

ἰ. ἀντιβλέπειν Ael.NA17.12

. Adv.

-μῶς Alex.105

, Euphro 1.25, Men.Pk.306, Plu.2.93b, Gal.11.232;

οἱ ἰ. πολιτευόμενοι D.8.68

: [comp] Comp.

-ώτερον Pl.Lg.773b

;

-ώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι D.19.233

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰταμός — ibo masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… …   Dictionary of Greek

  • ιταμός — ή, ό επίρρ. ά θρασύς, αυθάδης: Ιταμό τελεσίγραφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰταμώτερον — ἰταμός ibo adverbial comp ἰταμός ibo masc acc comp sg ἰταμός ibo neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμωτέρων — ἰταμός ibo fem gen comp pl ἰταμός ibo masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμῶν — ἰταμός ibo fem gen pl ἰταμός ibo masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμόν — ἰταμός ibo masc acc sg ἰταμός ibo neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμώτατα — ἰταμός ibo adverbial superl ἰταμός ibo neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμώτατον — ἰταμός ibo masc acc superl sg ἰταμός ibo neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμαῖς — ἰταμός ibo fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμαί — ἰταμός ibo fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”